αποδοκιμασία

αποδοκιμασία
η
απόρριψη, γιουχάισμα: Από τις συνεχείς αποδοκιμασίες ο ομιλητής αναγκάστηκε να σταματήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀποδοκιμασία — ἀποδοκιμασίᾱ , ἀποδοκιμασία rejection after trial fem nom/voc/acc dual ἀποδοκιμασίᾱ , ἀποδοκιμασία rejection after trial fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοκιμασίᾳ — ἀποδοκιμασίᾱͅ , ἀποδοκιμασία rejection after trial fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδοκιμασία — Η έμπρακτη άρνηση συμμόρφωσης προς την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου. Εκδηλώνεται είτε με δημόσια πρόσκληση σε συνεισφορά για την καταβολή της χρηματικής ποινής, της αποζημίωσης ή των δικαστικών εξόδων που έχουν επιβληθεί, είτε με τη… …   Dictionary of Greek

  • βασανιστήρια — Όρος με τον οποίο δηλώνονται όλες οι πράξεις βίας ή φυσικού καταναγκασμού στο σώμα του κατηγορουμένου, για να αποσπαστεί η ομολογία ενός εγκλήματος ή στο σώμα ενός μάρτυρα για να εξασφαλιστεί μια αληθοφανής κατάθεση. Άγνωστα στην αρχαία Αίγυπτο,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • αξ — (επιφώνημα) εκφράζει αποδοκιμασία «Α; αξ κι άξινος άξι και ξερό άξις και ξερός άξις και ν ανοίξεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιφωνήματος α έτσι ώστε να παρηχεί με λέξεις που ακολουθούν στην ίδια φράση (α ξ(ις): ξ ερός, ά ξι νος, ανοί ξεις) …   Dictionary of Greek

  • αποδοκιμαστικός — ή, ό (AM ἀποδοκιμαστικός, ή, όν) αυτός που εκφράζει αποδοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • αποποίηση — η (AM ἀποποίησις) απόρριψη, μη αναγνώριση, αποδοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • αποτροπή — η (AM ἀποτροπή) [αποτρέπω]. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση 2. συγκράτηση, μετάπειση 3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”